αφεντικός — ή, ό αρχοντικός: Αφεντική προσταγή και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ. φράση)· το αρσ., αφεντικός, ο και το ουδ., αφεντικό, το ως ουσ., ο κύριος, ο προϊστάμενος: Να ρωτήσω τον αφεντικό μου. – Το αφεντικό αυτή τη στιγμή λείπει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφεντικό — το (και αφεντικός, ο) 1. κύριος, αφέντης 2. ο κύριος ως προς το υπηρετικό προσωπικό 3. κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης 4. ο εργοδότης 5. στον πληθ. τα αφεντικά α) ο κύριος και η κύρια του σπιτιού ή οι εργοδότες 6) η τάξη των αφεντάδων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μπιστικός — και πιστικός, ή, ό 1. έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο μπιστικός ή ο πιστικός βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιστικός < πιστός, κατά το σχήμα αφέντης αφεντικός. Ο τ. μπιστικός < μπιστός] … Dictionary of Greek
πιστικός — (I) ή, και ιά, ό / πιστικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος αρχ … Dictionary of Greek